Skip to content Skip to footer

Η αρνητικότητα και πως να την αλλάξουμε

Προκειμένου να αναπτυχθούμε ως άτομα,  είναι σημαντικό να μάθουμε να αμφισβητούμε την επικριτική εσωτερική φωνή και να αλλάξουμε την αρνητική αυτοαντίληψη. Η αρνητική αυτοαντίληψη πηγάζει από την πρώιμη παιδική ηλικία, όταν το βρέφος υφίσταται ποικίλου βαθμού συναισθηματική στέρηση από γονείς που είναι περιορισμένοι ή κακώς συντονισμένοι με το παιδί τους και οι οποίοι δεν έχουν ούτε την επιθυμία ούτε την ικανότητα να καλύψουν τις συναισθηματικές και σωματικές ανάγκες του παιδιού. Η γονεϊκή αδιαφορία, η εχθρότητα και η απορριπτική στάση γίνονται μέρος της αρνητικής αυτοαντίληψης του παιδιού. (Firestone, 2022).   Χρησιμοποιώντας διαδικασίες υπνοθεραπείας, μπορούμε  να προσδιορίσουμε τις διάφορες πτυχές της εσωτερικής διαδικασίας σκέψης. Μπορούμε  να μάθουμε να ελέγχουμε τις αυτοκαταστροφικές συμπεριφορές που υπαγορεύονται από τη εσωτερική αρνητική φωνή και να συμπεριφερόμαστε  με εποικοδομητικούς τρόπους που έρχονται σε αντίθεση με την αρνητική διαδικασία σκέψης.

Η αρνητική εσωτερική μας φωνή μπορεί να έχει σημαντική παρουσία στη ζωή μας. Συχνά είναι τόσο έντονη και επιτακτική, έχουμε όμως μάθει να την ακούμε και να την υπακούουμε μηχανικά, χωρίς την αμφισβητούμε, αφού έτσι έχουμε προγραμματιστεί από την παιδική μας ηλικία. Ως ενήλικες υιοθετούμε υποσυνείδητα το αρνητικό μοτίβο σκέψης και όσο και να θέλουμε, δυσκολευόμαστε να αντιμετωπίσουμε τον αρνητικό εσωτερικό μας εαυτό και να θετικοποιήσουμε τη σκέψη. H μελέτες  αποκαλύπτουν ότι οι άνθρωποι συχνά ενεργούμε σύμφωνα με τη συνήθεια, ακόμη και όταν αυτή έρχεται σε σύγκρουση με τις προθέσεις μας (Wood & Runger, 2016). Αυτή η επικριτική αρνητική φωνή γίνεται παρούσα στην σκέψη μας, στην  καθημερινότητά μας, σε ό,τι κάνουμε και νιώθουμε. Το αποτέλεσμα είναι απλές δραστηριότητες να  γίνονται προκλήσεις, αλλά και αφορμή για τη δημιουργία αισθήματος χαμηλής αυτοεκτίμησης, δυστυχίας και απελπισίας. Το τί θα φορέσουμε, ο τρόπος αντίδρασης, η έκθεση του σώματος, η προσπάθεια διεκδίκησης, μια παρουσίαση στη δουλειά, μια οικογενειακή συνάντηση, κ.ά. είναι μερικά παραδείγματα που μας γεμίζουν με αρνητικό αυτό-μονόλογο. Όταν έχουμε μάθει να σκεπτόμαστε κατά αυτόν τον τρόπο,  βιώνουμε συναισθήματα που είναι αδύνατο να διαγράψουμε με τη λογική σκέψη και όσο και αν το θέλουμε αυτά επανέρχονται ξανά και ξανά, με σκέψεις όπως «Δεν αξίζεις, δεν είσαι αρκετά όμορφη, δεν μπορείς να τα καταφέρεις, άδικα προσπαθείς, ποιά νομίζεις πώς είσαι, δεν θα πετύχω, θα με απορρίψουν, κανείς δεν με θέλει, δεν υπάρχει ελπίδα»  κ.ά. Αυτός ο τρόπος σκέψης, οδηγεί σε αντιπάθεια στον εαυτό μας και στους άλλους και σε έλλειψη αυτοπεποίθησης, αλλά και αποτελεί πρώιμα στάδια επερχόμενης καταθλιπτικής συμπεριφοράς, επηρεάζοντας όλους τους τομείς της ζωής μας.

Πώς δημιουργείται η αρνητικότητα;

Η αρνητικότητα προκύπτει συνήθως από αρνητικές εμπειρίες του παρελθόντος, κατά την παιδική μας ηλικία, αλλά και ως ενήλικες, όταν βιώνουμε αρνητικά συναισθήματα όταν δεν καλύπτονται οι απαιτήσεις μας από τη ζωή, όταν δεν ικανοποιούνται οι επιθυμίες και οι προσδοκίες μας. Αν και γνωρίζουμε ότι αυτό είναι συνήθως προσωρινό, κάποιες φορές η αρνητικότητα γίνεται κανόνας. Μπορεί να συγκριθεί με το να νιώθουμε απλώς θλίψη για λίγο και με το να βρισκόμαστε σε βαθιά κατάθλιψη. Όσοι έχουν διαγνωστεί με κατάθλιψη έχουν επίσης την τάση να κολλούν σε αρνητικά μοτίβα σκέψης.

Γενικά, οι αρνητικές σκέψεις ξεκινούν με λάθη που αισθανόμαστε να έχουμε κάνει, επικρίσεις ή ακόμα και προσωπικές απειλές. Αυτά τα γεγονότα μπορεί να είναι τόσο επιζήμια που παραμένουν στο υποσυνείδητο μυαλό και επανέρχονται ως σκέψεις πολύ μετά το συμβάν. Οι αρνητικές σκέψεις, προκαλούν ανάλογα συναισθήματα και τελικά συμπεριφορές. Για παράδειγμα, αν λέμε επανειλημμένα σε ένα παιδί ότι είναι άτακτο στα πρώτα χρόνια της ζωής του, τότε τελικά θα το πιστέψει. Αυτό μπορεί να οδηγήσει σε αρνητικές φράσεις αυτό-μονόλογου όπως «Δεν είμαι τόσο καλός όσο οι άλλοι» ή «Είμαι κακός άνθρωπος». Όσο περισσότερο διαρκούσε αυτός ο κύκλος, τόσο πιο πιθανό είναι τα μοτίβα των σκέψεών μας να έχουν «μολυνθεί» με αρνητικότητα.

Αρνητική σκέψη και κατάθλιψη

Ορισμένες αρνητικές σκέψεις μπορούν να δημιουργήσουν και να διατηρήσουν την κατάσταση της κατάθλιψης. Υπάρχουν ενδείξεις ότι η καταθλιπτική διάθεση επηρεάζει τη σχετική προσβασιμότητα των θετικών και αρνητικών γνώσεων. Έτσι, οι αρνητικές σκέψεις φαίνεται να παράγουν κατάθλιψη και, αντίθετα, η κατάθλιψη αυξάνει την πιθανότητα να υπάρχουν ακριβώς εκείνες οι σκέψεις  που θα προκαλέσουν περαιτέρω κατάθλιψη. Αυτή η αμοιβαία σχέση μεταξύ κατάθλιψης και γνώσεων μπορεί να αποτελέσει τη βάση ενός φαύλου κύκλου που θα διαιωνίζει και θα εντείνει την κατάθλιψη (Teasdale, 1983).

 

Μπορεί να αλλάξει η αρνητικότητα;

Η Συμπεριφορική Ψυχολογία αναφέρει ότι αρκούν 3-4 εβδομάδες ώστε να εγκατασταθεί μια συνήθεια, είτε θετική, είτε αρνητική. Οι συνήθειες είναι μια έτοιμη προεπιλογή, εκτός εάν οι άνθρωποι έχουν κίνητρο και είναι σε θέση να παρέμβουν και να εμπλακούν σε μια πιο σκόπιμη επιδίωξη στόχων (Wood & Runger, 2016). Η αρνητικότητα είναι μια συνήθεια, που σημαίνει ότι είναι ένα προγραμματισμένο συναίσθημα και συμπεριφορά, ένας τρόπος που έχουμε μάθει να λειτουργούμε. Εφόσον έχουμε μάθει να είμαστε αρνητικοί, τότε μπορούμε εξίσου να «ξεμάθουμε», να εξαλείψουμε αυτό το συναίσθημα και να το αντικαταστήσουμε με κάτι άλλο, στην προκειμένη με τη θετικότητα. Με τον επαναπρογραμματισμό της σκέψης, μπορεί να ξεκινήσει η διαδικασία αλλαγής της ζωής μας.

Η Υπνοθεραπεία συνδυασμένη με τη Γνωστικοσυμπεριφορική (CBT Hypnotherapy) και την Ενσυνειδητότητα (Mindfulness), χρησιμοποιεί θετικές προτάσεις (υποβολές) και ύπνωση για να αντιμετωπίσει την αρνητικότητα και να εγκαταστήσει νέα μάθηση, ενώ παράλληλα εκπαιδεύει το μυαλό στην εστιασμένη σκέψη. Η υπνοθεραπεία δίνει τη δυνατότητα στον συνειδητό νου (λογικό, κριτικό και αναλυτικό) να παρακαμφθεί, μιλώντας απευθείας στον ασυνείδητο σε μια γλώσσα που εκείνο κατανοεί χρησιμοποιώντας μοτίβα, συσχετισμούς και μεταφορές.

Ο βασικός στόχος είναι να σταματήσουν οι αυτόματες και μη αρνητικές σκέψεις μόλις έρθουν στο μυαλό και να μετατοπίσουμε την εστίαση του μυαλού σε κάτι θετικό. Όταν ο εγκέφαλός τροφοδοτείται με θετικότητα, μας κάνει αυτόματα χαρούμενους, κάτι που με τη σειρά του μας επιτρέπει να γίνουμε πιο παραγωγικοί και επιτυχημένοι και να ζήσουμε μια ικανοποιητική και ευχάριστη ζωή.

Χρήσιμες συμβουλές που θα σας βοηθήσουν να νιώσετε πιο θετικοί:

  • Προσπαθήστε να φανταστείτε τον εαυτό σας να κάνει ό,τι σας αρέσει να κάνετε. Ακούγοντας μουσική, πηγαίνοντας για ψώνια, παίζοντας παιχνίδια, διαβάζοντας ένα βιβλίο, κοιτάζοντας τα αστέρια, κ.λπ. Επιστρέψτε εκεί και παρατηρήστε πώς νιώθετε.
  • Περιβάλλετε τον εαυτό σας με θετικούς ανθρώπους που λειτουργούν με υποστηρικτικό τρόπο. Η τριβή με αρνητικούς ανθρώπους, αναπόφευκτα μας επηρεάζει αρνητικά.
  • Επαναπλαισιώνετε τη σκέψη ή τις σκέψεις που σας κάνουν να σκέφτεστε με αρνητικό τρόπο. Προσπαθήστε να αναζητήσετε το θετικό σε μια κακή κατάσταση. Για παράδειγμα, αν κολλήσετε σε μποτιλιάρισμα, ακούστε ένα χρήσιμο podcast, ώστε ο χρόνος αυτός να αξιοποιηθεί για να μάθετε κάτι νέο.
  • Θέστε εφικτούς στόχους σε καθημερινή βάση. Θα μπορούσε να είναι να πάτε για μια βόλτα στη φύση, να διαβάσετε έναν συγκεκριμένο αριθμό σελίδων σε ένα βιβλίο, να μαγειρέψετε κάτι καινούργιο, να περιποιηθείτε ένα φυτό.

Η υπνοθεραπεία είναι ένα ισχυρό εργαλείο που μπορεί να σας βοηθήσει να αναπτύξετε τις δεξιότητές σας για να μετατρέψετε την αρνητική νοοτροπία σε θετική. Αντί να εστιάσετε σε μη βοηθητικές σκέψεις και πεποιθήσεις, μπορείτε να μάθετε να επαναπροσδιορίζετε αυτές τις σκέψεις και πεποιθήσεις και να στοχεύετε σε θετικά αποτελέσματα και να έχετε μια πιο ευτυχισμένη ζωή.

ΠΗΓΕΣ:

Firestone, R. W. (2022). The negative self-concept, In R. W. Firestone & T. Firestone, J. Catlett (Collaborators), Challenging the fantasy bond: A search for personal identity and freedom (pp. 55–64), American Psychological Association.

Teasdale, John D.(1983), Negative thinking in depression: Cause, effect, or reciprocal relationship?, Advances in Behaviour Research and Therapy,  Volume 5, Issue 1,1983,pp. 3-25,

Wood, W., Runger, D. (2016). Psychology of Habit. Annual Rewiew of Psychology, V.67, pp.289-314 

Our site uses cookies. Learn more about our use of cookies: cookie policy